εξιλεώνω

εξιλεώνω
[-ώ (ο)] μετ. см. εξευμενίζω;

εξιλεώνομαι [-ούμαι] — искупать (свою) вину;

αδύνατον να εξιλεωθώ απέναντι του — я не смогу искупить свою вину перед ним


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εξιλεώνω" в других словарях:

  • εξιλεώνω — εξιλεώνω, εξιλέωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξιλεώνω — (AM ἐξιλεῶ, όω) καταπραΰνω, εξευμενίζω νεοελλ. παθ. συγχωρούμαι για τα λάθη μου («πώς να εξιλεωθώ απέναντι σου;») αρχ. μσν. 1. εξαγνίζω, καθαιρώ 2. μέσ. ἐξιλεοῡμαι παρακαλώ, ικετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εξιλεούμαι] …   Dictionary of Greek

  • εξιλεώνω — εξιλέωσα, εξιλεώθηκα, εξιλεωμένος, μτβ. 1. εξευμενίζω, καταπραΰνω κάποιον που ήταν οργισμένος. 2. το μέσ., εξιλεώνομαι πετυχαίνω συγνώμη από κάποιον που ήταν οργισμένος εναντίον μου: Με την ηρωική του πράξη εξιλεώθηκε για το κακό που έκανε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μειλίσσω — (Α) 1. ευφραίνω, γλυκαίνω 2. φιλοξενώ κάποιον 3. καταπραΰνω, καθησυχάζω, εξιλεώνω («μειλίσσων αὔραν ἄλλοις ἄλλαν θνατῶν λαίφεσι χαίρειν», Ευρ.) 4. παρακαλώ 5. μτφ. (για ποταμό) καθιστώ καρποφόρα τη γη ποτίζοντάς την με τα νερά μου («λιπαροῑς… …   Dictionary of Greek

  • ανίλαστος — ἀνίλαστος, ον (Α) αυτός που δεν εξιλεώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ιλάσκομαι «εξιλεώνω, καταπραΰνω] …   Dictionary of Greek

  • ανεξιλέωτος — η, ο [εξιλεώνω] αυτός που δεν εξιλεώνεται, δεν εξευμενίζεται …   Dictionary of Greek

  • εκθύω — (I) ἐκθύω (Α) 1. προσφέρω εξιλαστήρια θυσία 2. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω 3. μέσ. α) (με αιτ. πράγμ.) εξιλεώνω, εξαγνίζω («τὸ ἐκθύσασθαι [ενν. ἄγος] οὐκ οἶοί τε ἐγίνοντο ἐπιμηχανεόμενοι», Ηρόδ.) β) (μέσ. με αιτ. προσ.) καταπραΰνω, εξευμενίζω… …   Dictionary of Greek

  • εξιλέωμα — το (Α ἐξιλέωμα) [εξιλεώνω] εξίλασμα …   Dictionary of Greek

  • εξιλέωση — η (AM ἐξιλέωσις) [εξιλεώνω] 1. εξευμενισμός, καταπράυνση 2. εξαγνισμός, άφεση παραπτώματος …   Dictionary of Greek

  • εξιλεούμαι — όομαι βλ. εξιλεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιλεούμαι «γίνομαι ευνοϊκός» (< ίλεως, ιων. αττ. τ. τού ίλᾱος < ρίζα ιλ τού ιλάσκομαι)] …   Dictionary of Greek

  • εξιλεωτής — ο [εξιλεώνω] αυτός που εξιλεώνει …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»